- σεμνύνω
- ΝΜΑμέσ. σεμνύνομαι1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτινεοελλ.μέσ. (κατ' επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζωαρχ.1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ' αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.)2. (με σατιρ. σημ.) επικαλύπτω κάτι με μεγαλοπρέπεια, κάνω κάτι να φαίνεται μεγαλοπρεπές («ταῡτα περὶ ἑωυτὸν ἐσέμνυνε», Ηρόδ.)3. μέσ. α) μέ έχουν σε μεγάλη υπόληψη («δικανικὴ καὶ ἰατρικὴ σεμνύνονται», Πλάτ.)β) είμαι σοβαρόςγ) (με κακή σημ.) προσποιούμαι ότι είμαι σοβαρός και σπουδαίος («μήδ' αὐθαδῶς σεμνυνόμενος χαλέπαινε», Αριστοφ.)δ) (για νεαρή γυναίκα) είμαι συνεσταλμένη, ντροπαλή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός, κατά τα θρασ-ύνω / -ομαι, αἰσχ-ύνω / -ομαι].
Dictionary of Greek. 2013.